δίφροι X.Lac.15.6
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφορικός — ἐφορικός, ή, όν (Α) [έφορος] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους εφόρους τής Σπάρτης … Dictionary of Greek
ἐφορικῶν — ἐφορικός of fem gen pl ἐφορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)